- ἀναβαθμούς
- ἀναβαθμόςflight of stepsmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δαφνί — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Αθανασιάδης, Κύριλλος — (19ος αι.). Αρχιμανδρίτης του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, από την Περίσταση Θράκης (1825 48). Υπήρξε επίσης διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού και αντιπρόσωπος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα και τη Σμύρνη. Δημοσίευσε ιστορικές και… … Dictionary of Greek
Βενέζης, Ηλίας — (Κυδωνίες/Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1904 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου Ηλία Μέλλου. Η οικογένειά του γνώρισε το δράμα του διωγμού από τα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο πατέρας του και μια αδελφή του έπεσαν όμηροι των Τούρκων·… … Dictionary of Greek
ЕКСАПОСТИЛАРИЙ — [эксапостиларий; греч. ἐξαποστειλάριον; церковнослав. ], песнопение визант. послеиконоборческого чина утрени, исполняемое после 9 й песни канона и малой ектении. По месту в чине службы с Е. совпадает светилен; нередко термины «Е.» и «светилен»… … Православная энциклопедия
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия